- σιγνοφόρος
- ὁ, Μ(για ιερείς επαίτες) εικονοφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σημαία» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγνοφόρος — signifer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγνοφόροι — σιγνοφόρος signifer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγνοφόρους — σιγνοφόρος signifer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγνοφόρων — σιγνοφόρος signifer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σίγνιφερ — ὁ, Α σιγνοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. signifer «σημαιοφόρος» (< signum «σήμα, σημαία» + fero «φέρω, κρατώ»)] … Dictionary of Greek